κίνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κινησῑ- κινησε- | |||||
| ονομαστική | ἡ | κίνησῐς | αἱ | κινήσεις | |
| γενική | τῆς | κινήσεως | τῶν | κινήσεων | |
| δοτική | τῇ | κινήσει | ταῖς | κινήσεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | κίνησῐν | τὰς | κινήσεις | |
| κλητική ὦ! | κίνησῐ | κινήσεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινήσει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κινησέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
κίνησις, -εως θηλυκό
- κίνηση, δράση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 9, 583e
- Καὶ μὴν τό γε ἡδὺ ἐν ψυχῇ γιγνόμενον καὶ τὸ λυπηρὸν κίνησίς τις ἀμφοτέρω ἐστόν· ἢ οὔ;
- Κάθε λυπηρό ή ευχάριστο συναίσθημα δεν παραδέχεσαι ότι είναι κάποια κίνηση της ψυχής; ή όχι;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Καὶ μὴν τό γε ἡδὺ ἐν ψυχῇ γιγνόμενον καὶ τὸ λυπηρὸν κίνησίς τις ἀμφοτέρω ἐστόν· ἢ οὔ;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Φυσικά 3.1 @scaife.perseus.org
- ἄνευ τόπου καὶ κενοῦ καὶ χρόνου κίνησιν ἀδύνατον εἶναι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ποιητικῆς(w, 1462a
- ἔτι ἡ τραγῳδία καὶ ἄνευ κινήσεως ποιεῖ τὸ αὑτῆς, ὥσπερ ἡ ἐποποιία· διὰ γὰρ τοῦ ἀναγινώσκειν φανερὰ ὁποία τίς ἐστιν·
- Η τραγωδία πετυχαίνει να επιτελέσει το έργο της και χωρίς κινήσεις, ακριβώς όπως και η επική ποίηση: η ποιότητα και η αξία της γίνεται φανερή και με την απλή ανάγνωση.
- Μετάφραση (2008): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔτι ἡ τραγῳδία καὶ ἄνευ κινήσεως ποιεῖ τὸ αὑτῆς, ὥσπερ ἡ ἐποποιία· διὰ γὰρ τοῦ ἀναγινώσκειν φανερὰ ὁποία τίς ἐστιν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1154b
- οὐ γὰρ μόνον κινήσεώς ἐστιν ἐνέργεια ἀλλὰ καὶ ἀκινησίας, καὶ ἡδονὴ μᾶλλον ἐν ἠρεμίᾳ ἐστὶν ἢ ἐν κινήσει.
- γιατί δεν υπάρχει μόνο της κίνησης ενέργεια, αλλά και της ακινησίας, και η ηδονή βρίσκεται πιο πολύ στην ηρεμία παρά στην κίνηση.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐ γὰρ μόνον κινήσεώς ἐστιν ἐνέργεια ἀλλὰ καὶ ἀκινησίας, καὶ ἡδονὴ μᾶλλον ἐν ἠρεμίᾳ ἐστὶν ἢ ἐν κινήσει.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 163e
- ψυχῆς γὰρ ὄργανον τὸ σῶμα, θεοῦ δ᾽ ἡ ψυχή· καὶ καθάπερ σῶμα πολλὰς μὲν ἐξ αὑτοῦ κινήσεις ἔχει, τὰς δὲ πλείστας καὶ καλλίστας ὑπὸ ψυχῆς, οὕτως αὖ πάλιν ἡ ψυχὴ τὰ μὲν ὑφ᾽ ἑαυτῆς κινουμένη πράττει,
- Όργανο της ψυχής είναι το σώμα, και του θεού η ψυχή. Και όπως το σώμα έχει πολλές κινήσεις που έχουν την αρχή τους σ᾽ αυτό, οι περισσότερες όμως και οι καλύτερές του ξεκινούν από την ψυχή, έτσι με τη σειρά της και η ψυχή: άλλοτε ενεργεί κινημένη από τον ίδιο τον εαυτό της,
- Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greek‑language.gr
- ψυχῆς γὰρ ὄργανον τὸ σῶμα, θεοῦ δ᾽ ἡ ψυχή· καὶ καθάπερ σῶμα πολλὰς μὲν ἐξ αὑτοῦ κινήσεις ἔχει, τὰς δὲ πλείστας καὶ καλλίστας ὑπὸ ψυχῆς, οὕτως αὖ πάλιν ἡ ψυχὴ τὰ μὲν ὑφ᾽ ἑαυτῆς κινουμένη πράττει,
- ≠ αντώνυμα: στάσις, ἠρεμία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 9, 583e
- χορός
- (για την πολιτική) κίνημα, εξέγερση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 75.2
- οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει ὦσιν οἱ ἐναντίοι, ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν.
- αλλά οι αρχηγοί των δημοκρατικών τον έπεισαν να τους αφήσει πέντε καράβια του, ώστε ν᾽ αποθαρρυνθούν οι αντίπαλοί τους να κάνουν κίνημα. Σ᾽ αντάλλαγμα θα του έδιναν πέντε κερκυραϊκά καράβια με δικά τους πληρώματα.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- οἱ δὲ τοῦ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει ὦσιν οἱ ἐναντίοι, ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 75.2
- (στον Θουκυδίδη) (για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο) αναταραχή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 1.2
- κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων.
- Η αναταραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 1.2
- (για στράτευμα) κίνηση, μετακίνηση
- μεταβολή, επανάσταση
- (στη γραμματική) κλίση
Εκφράσεις
- (κατὰ τους Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους) λεία κίνησις: ἡδονή
- (κατὰ τους Κυρηναϊκοὺς φιλοσόφους) τραχεῖα κίνησις: πόνος
Σύνθετα
- ἀνακίνησις
- ἀντικίνησις
- αὐτοκίνησις
- διακίνησις
- ἐπικίνησις
- μετακίνησις
- νεοκίνησις
- παρακίνησις
- προδιακίνησις
- συγκίνησις
- ταχυκίνησις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κινέω
Πηγές
- κίνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.