πετρελαιοκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πετρελαιοκίνηση | οι | πετρελαιοκινήσεις |
| γενική | της | πετρελαιοκίνησης | των | πετρελαιοκινήσεων |
| αιτιατική | την | πετρελαιοκίνηση | τις | πετρελαιοκινήσεις |
| κλητική | πετρελαιοκίνηση | πετρελαιοκινήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πετρελαιοκίνηση < πετρελαιο- + κίνηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.tɾe.le.oˈci.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρε‐λαι‐ο‐κί‐νη‐ση
Μεταφράσεις
πετρελαιοκίνηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.