ανακίνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακίνηση οι ανακινήσεις
      γενική της ανακίνησης* των ανακινήσεων
    αιτιατική την ανακίνηση τις ανακινήσεις
     κλητική ανακίνηση ανακινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακίνηση < αρχαία ελληνική ἀνακίνησις < ἀνακινώ

Ουσιαστικό

ανακίνηση θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)

  1. η επαναφορά στην επιφάνεια ενός ζητήματος που κάποιοι θέλουν να θεωρείται λυμένο, κλειστό, οριστικά λυμένο και κάποιοι άλλοι το θέτουν ως ανοιχτή πληγή
    Κανείς δεν θέλει την ανακίνηση εδαφικών διεκδικήσεων στα Βαλκάνια



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.