κινήσει

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κινήσει
τονικό παρώνυμο: κίνηση

Ρηματικός τύπος

κινήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κινώ & κινάω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κινώ & κινάω
  3. θα κινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κινώ & κινάω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κινήσει θηλυκό

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.