ηλεκτροκίνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροκίνηση οι ηλεκτροκινήσεις
      γενική της ηλεκτροκίνησης* των ηλεκτροκινήσεων
    αιτιατική την ηλεκτροκίνηση τις ηλεκτροκινήσεις
     κλητική ηλεκτροκίνηση ηλεκτροκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτροκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτροκίνηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ηλεκτροκίνηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.