κατοπτρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατοπτρίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτρίζω < αρχαία ελληνική κάτοπτρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.toˈptɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐το‐πτρί‐ζω
Ρήμα
κατοπτρίζω, αόρ.: κατόπτρισα, παθ.φωνή: κατοπτρίζομαι, π.αόρ.: κατοπτρίστηκα, μτχ.π.π.: κατοπτρισμένος
- (λόγιο) καθρεφτίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάτοπτρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατοπτρίζω | κατόπτριζα | θα κατοπτρίζω | να κατοπτρίζω | κατοπτρίζοντας | |
| β' ενικ. | κατοπτρίζεις | κατόπτριζες | θα κατοπτρίζεις | να κατοπτρίζεις | κατόπτριζε | |
| γ' ενικ. | κατοπτρίζει | κατόπτριζε | θα κατοπτρίζει | να κατοπτρίζει | ||
| α' πληθ. | κατοπτρίζουμε | κατοπτρίζαμε | θα κατοπτρίζουμε | να κατοπτρίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατοπτρίζετε | κατοπτρίζατε | θα κατοπτρίζετε | να κατοπτρίζετε | κατοπτρίζετε | |
| γ' πληθ. | κατοπτρίζουν(ε) | κατόπτριζαν κατοπτρίζαν(ε) |
θα κατοπτρίζουν(ε) | να κατοπτρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατόπτρισα | θα κατοπτρίσω | να κατοπτρίσω | κατοπτρίσει | ||
| β' ενικ. | κατόπτρισες | θα κατοπτρίσεις | να κατοπτρίσεις | κατόπτρισε | ||
| γ' ενικ. | κατόπτρισε | θα κατοπτρίσει | να κατοπτρίσει | |||
| α' πληθ. | κατοπτρίσαμε | θα κατοπτρίσουμε | να κατοπτρίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατοπτρίσατε | θα κατοπτρίσετε | να κατοπτρίσετε | κατοπτρίστε | ||
| γ' πληθ. | κατόπτρισαν κατοπτρίσαν(ε) |
θα κατοπτρίσουν(ε) | να κατοπτρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατοπτρίσει | είχα κατοπτρίσει | θα έχω κατοπτρίσει | να έχω κατοπτρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατοπτρίσει | είχες κατοπτρίσει | θα έχεις κατοπτρίσει | να έχεις κατοπτρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατοπτρίσει | είχε κατοπτρίσει | θα έχει κατοπτρίσει | να έχει κατοπτρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατοπτρίσει | είχαμε κατοπτρίσει | θα έχουμε κατοπτρίσει | να έχουμε κατοπτρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατοπτρίσει | είχατε κατοπτρίσει | θα έχετε κατοπτρίσει | να έχετε κατοπτρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατοπτρίσει | είχαν κατοπτρίσει | θα έχουν κατοπτρίσει | να έχουν κατοπτρίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατοπτρίζομαι | κατοπτριζόμουν(α) | θα κατοπτρίζομαι | να κατοπτρίζομαι | ||
| β' ενικ. | κατοπτρίζεσαι | κατοπτριζόσουν(α) | θα κατοπτρίζεσαι | να κατοπτρίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | κατοπτρίζεται | κατοπτριζόταν(ε) | θα κατοπτρίζεται | να κατοπτρίζεται | ||
| α' πληθ. | κατοπτριζόμαστε | κατοπτριζόμαστε κατοπτριζόμασταν |
θα κατοπτριζόμαστε | να κατοπτριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | κατοπτρίζεστε | κατοπτριζόσαστε κατοπτριζόσασταν |
θα κατοπτρίζεστε | να κατοπτρίζεστε | (κατοπτρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | κατοπτρίζονται | κατοπτρίζονταν κατοπτριζόντουσαν |
θα κατοπτρίζονται | να κατοπτρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατοπτρίστηκα | θα κατοπτριστώ | να κατοπτριστώ | κατοπτριστεί | ||
| β' ενικ. | κατοπτρίστηκες | θα κατοπτριστείς | να κατοπτριστείς | κατοπτρίσου | ||
| γ' ενικ. | κατοπτρίστηκε | θα κατοπτριστεί | να κατοπτριστεί | |||
| α' πληθ. | κατοπτριστήκαμε | θα κατοπτριστούμε | να κατοπτριστούμε | |||
| β' πληθ. | κατοπτριστήκατε | θα κατοπτριστείτε | να κατοπτριστείτε | κατοπτριστείτε | ||
| γ' πληθ. | κατοπτρίστηκαν κατοπτριστήκαν(ε) |
θα κατοπτριστούν(ε) | να κατοπτριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατοπτριστεί | είχα κατοπτριστεί | θα έχω κατοπτριστεί | να έχω κατοπτριστεί | κατοπτρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατοπτριστεί | είχες κατοπτριστεί | θα έχεις κατοπτριστεί | να έχεις κατοπτριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατοπτριστεί | είχε κατοπτριστεί | θα έχει κατοπτριστεί | να έχει κατοπτριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατοπτριστεί | είχαμε κατοπτριστεί | θα έχουμε κατοπτριστεί | να έχουμε κατοπτριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατοπτριστεί | είχατε κατοπτριστεί | θα έχετε κατοπτριστεί | να έχετε κατοπτριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατοπτριστεί | είχαν κατοπτριστεί | θα έχουν κατοπτριστεί | να έχουν κατοπτριστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κατοπτρίζω < αρχαία ελληνική κάτοπτρ(ον) + -ίζω
Πηγές
- κατοπτρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοπτρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.