κατοπτρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατοπτρικός | η | κατοπτρική | το | κατοπτρικό |
| γενική | του | κατοπτρικού | της | κατοπτρικής | του | κατοπτρικού |
| αιτιατική | τον | κατοπτρικό | την | κατοπτρική | το | κατοπτρικό |
| κλητική | κατοπτρικέ | κατοπτρική | κατοπτρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατοπτρικοί | οι | κατοπτρικές | τα | κατοπτρικά |
| γενική | των | κατοπτρικών | των | κατοπτρικών | των | κατοπτρικών |
| αιτιατική | τους | κατοπτρικούς | τις | κατοπτρικές | τα | κατοπτρικά |
| κλητική | κατοπτρικοί | κατοπτρικές | κατοπτρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατοπτρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε κάτοπτρ(ο) + -ικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κατοπτρικός | ἡ | κατοπτρική | τὸ | κατοπτρικόν |
| γενική | τοῦ | κατοπτρικοῦ | τῆς | κατοπτρικῆς | τοῦ | κατοπτρικοῦ |
| δοτική | τῷ | κατοπτρικῷ | τῇ | κατοπτρικῇ | τῷ | κατοπτρικῷ |
| αιτιατική | τὸν | κατοπτρικόν | τὴν | κατοπτρικήν | τὸ | κατοπτρικόν |
| κλητική ὦ! | κατοπτρικέ | κατοπτρική | κατοπτρικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κατοπτρικοί | αἱ | κατοπτρικαί | τὰ | κατοπτρικᾰ́ |
| γενική | τῶν | κατοπτρικῶν | τῶν | κατοπτρικῶν | τῶν | κατοπτρικῶν |
| δοτική | τοῖς | κατοπτρικοῖς | ταῖς | κατοπτρικαῖς | τοῖς | κατοπτρικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κατοπτρικούς | τὰς | κατοπτρικᾱ́ς | τὰ | κατοπτρικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κατοπτρικοί | κατοπτρικαί | κατοπτρικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατοπτρικώ | τὼ | κατοπτρικᾱ́ | τὼ | κατοπτρικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κατοπτρικοῖν | τοῖν | κατοπτρικαῖν | τοῖν | κατοπτρικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατοπτρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κάτοπτρ(ον) + -ικός
Πηγές
- κατοπτρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοπτρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.