αντικατοπτρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικατοπτρικός | η | αντικατοπτρική | το | αντικατοπτρικό |
| γενική | του | αντικατοπτρικού | της | αντικατοπτρικής | του | αντικατοπτρικού |
| αιτιατική | τον | αντικατοπτρικό | την | αντικατοπτρική | το | αντικατοπτρικό |
| κλητική | αντικατοπτρικέ | αντικατοπτρική | αντικατοπτρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικατοπτρικοί | οι | αντικατοπτρικές | τα | αντικατοπτρικά |
| γενική | των | αντικατοπτρικών | των | αντικατοπτρικών | των | αντικατοπτρικών |
| αιτιατική | τους | αντικατοπτρικούς | τις | αντικατοπτρικές | τα | αντικατοπτρικά |
| κλητική | αντικατοπτρικοί | αντικατοπτρικές | αντικατοπτρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικατοπτρικός < αντικατοπτρίζω + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κάτοπτρο
Μεταφράσεις
αντικατοπτρικός
|
Αναφορές
- αντικατοπτρικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.