αντικατοπτρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντικατοπτρίζω < αντι- + κατοπτρίζω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική refléter [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ka.topˈtɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντικατοπτρίζω

Ρήμα

αντικατοπτρίζω, αόρ.: αντικατόπτρισα, παθ.φωνή: αντικατοπτρίζομαι, π.αόρ.: αντικατοπτρίστηκα, μτχ.π.π.: αντικατοπτρισμένος

  1. καθρεφτίζω
  2. δείχνω κάτι που δεν είναι φανερό εκ πρώτης όψεως

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.