κατοπτροποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοπτροποιία οι κατοπτροποιίες
      γενική της κατοπτροποιίας των κατοπτροποιιών
    αιτιατική την κατοπτροποιία τις κατοπτροποιίες
     κλητική κατοπτροποιία κατοπτροποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοπτροποιία < κατοπτροποιός + -ία

Ουσιαστικό

κατοπτροποιία αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.