κάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάλαμος | οι | κάλαμοι |
| γενική | του | κάλαμου & καλάμου |
των | κάλαμων & καλάμων |
| αιτιατική | τον | κάλαμο | τους | κάλαμους & καλάμους |
| κλητική | κάλαμε | κάλαμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάλαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαμος . Δείτε και καλέμι.
- για τη «συγγραφική τέχνη» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plume [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.la.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λα‐μος
Ουσιαστικό
κάλαμος αρσενικό
Αναφορές
- κάλαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰλᾰμο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κάλαμος | οἱ | κάλαμοι | |
| γενική | τοῦ | καλάμου | τῶν | καλάμων | |
| δοτική | τῷ | καλάμῳ | τοῖς | καλάμοις | |
| αιτιατική | τὸν | κάλαμον | τοὺς | καλάμους | |
| κλητική ὦ! | κάλαμε | κάλαμοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλάμω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλάμοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κάλαμος, ήδη το τύπος καλάμη, ομηρικός < *κόλαμος που πιθανόν ξεκίνησε από το θηλυκό καλάμη, με αφομοίωση των [o] -[a] > [a] - [a][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos < *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[2] (καλάμι, άχυρο). Η κατάληξη, -αμος.[3] Συγγενή: λατινική culmus (< γαλλική chaume), γερμανική Halm, αγγλική halm,
Ουσιαστικό
κάλαμος αρσενικό
Συγγενικά
- Λέξεις καλαμ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά
Αναφορές
- κάλαμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- πλόκαμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κάλαμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάλαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.