πένα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πένα | οι | πένες |
| γενική | της | πένας | των | (πενών) |
| αιτιατική | την | πένα | τις | πένες |
| κλητική | πένα | πένες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πένες (2) από φτερό σε μελανοδοχείο
πένα (2)

διάφορες πένες (3)
.jpg.webp)
βρετανικό κέρμα της μίας πένας (1971)
Ουσιαστικό
πένα θηλυκό
- μικρό έλασμα που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στους κονδυλοφόρους
- κονδυλοφόρος, στυλό, μέσο γραφής με μελάνι
- (μουσική) κοντόπληκτρο, μικρό πλήκτρο, όνυχας
- (πχ. σε αντιδιαστολή με το πλήκτρο του σαμιζέν)
- έλασμα για κρούση χορδών μουσικών οργάνων
- (μεταφορικά) η ικανότητα δημιουργικής γραφής, η συγγραφική δεινότητα
- (νόμισμα) υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας
- για το φαγητό → δείτε τη λέξη πένες
Συγγενικά
- πενάκι
- παινάδι
- πενεύω
- πενεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.