καλαμώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλαμώδης η καλαμώδης το καλαμώδες
      γενική του καλαμώδους της καλαμώδους του καλαμώδους
    αιτιατική τον καλαμώδη την καλαμώδη το καλαμώδες
     κλητική καλαμώδη(ς) καλαμώδης καλαμώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλαμώδεις οι καλαμώδεις τα καλαμώδη
      γενική των καλαμωδών των καλαμωδών των καλαμωδών
    αιτιατική τους καλαμώδεις τις καλαμώδεις τα καλαμώδη
     κλητική καλαμώδεις καλαμώδεις καλαμώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλαμώδης < αρχαία ελληνική καλαμώδης < κάλαμος

Επίθετο

καλαμώδης

  1. που είναι γεμάτος καλάμια
  2. που μοιάζει με καλάμι
    άλλες μορφές: καλαμοειδής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.