καλέμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλέμι τα καλέμια
      γενική του καλεμιού των καλεμιών
    αιτιατική το καλέμι τα καλέμια
     κλητική καλέμι καλέμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συλλογή από καλέμια ξυλουργού διαφορικών μεγεθών.

Ετυμολογία

καλέμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalem < αραβική قَلَم (kalam) < αρχαία ελληνική κάλαμος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

καλέμι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.