γραφίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραφίδα οι γραφίδες
      γενική της γραφίδας των γραφίδων
    αιτιατική τη γραφίδα τις γραφίδες
     κλητική γραφίδα γραφίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραφίδα < αρχαία ελληνική γραφίς

Ουσιαστικό

γραφίδα θηλυκό

  1. όργανο με οξεία απόληξη που χρησιμοποιείται για να γράφουμε· η πένα
  2. ακίδα που μετακινείται με ειδικό μηχανισμό και γράφει πάνω σε ταινία χαρτιού στα αυτογραφικά όργανα
  3. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος συγγράφει
η ευαίσθητη ποιητική γραφίδα της Μαρίας Πολυδούρη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.