plume

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
plume plumes

Ουσιαστικό

plume (en)

  1. πούπουλο, φτερό
  2. λοφίο
  3. πίδακας νερού ή λάβας, στήλη καπνού που εκτινάσσεται από ηφαίστειο



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
plume plumes

Ουσιαστικό

plume (fr) θηλυκό

  1. το πούπουλο
  2. μύτη πένας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.