plume
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
plume
plumes
Ουσιαστικό
plume
(en)
πούπουλο
,
φτερό
λοφίο
πίδακας
νερού ή λάβας,
στήλη
καπνού που εκτινάσσεται από ηφαίστειο
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
plume
plumes
Ουσιαστικό
plume
(fr)
θηλυκό
το
πούπουλο
μύτη
πένας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.