ιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιός οι ιοί
      γενική του ιού των ιών
    αιτιατική τον ιό τους ιούς
     κλητική ιέ ιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰός (δηλητήριο), (σημασιολογικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία virus (< λατινικά virus)[1]
Μόλυνση και αναπαραγωγή ιού.

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιός
ομόηχα: υιός, ηώς

Ουσιαστικό

ιός αρσενικό

  1. (βιολογία) ιδιαίτερα μικροσκοπικός μολυσματικός παράγοντας ο οποίος, προκειμένου να αναπαραχθεί, πρέπει να εισέλθει στα κύτταρα ενός οργανισμού (ενός ξενιστή), του οποίου τα συστατικά και το μεταβολισμό χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό
      Σε αντίθεση με το κύτταρο, που είναι η θεμελιώδης μονάδα της ζωής, ο ιός δεν είναι τίποτε περισσότερο από νουκλεϊκό οξύ και πρωτεΐνες. Μόνο όταν βρεθεί μέσα σε ένα κύτταρο-ξενιστή, ο ιός «ξυπνά» και εκφράζει τη χαρακτηριστικότερη ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών, δηλαδή την αναπαραγωγή.
    Κεφάλαιο: Ιοί - Βιολογία Γ' Λυκείου, τεύχος Β, ΟΕΔΒ
      Γεια σου θλίψη / Καλημέρα θλίψη / έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας / είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους / οι φιλόσοφοι σ’ εξετάζουν στο φασματοσκόπιο / έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
    Οδυσσέας Ελύτης, ποίημα: Καλημέρα θλίψη, συλλογή Μαρία Νεφέλη academia.edu
  2. (πληροφορική)  δείτε τη λέξη ιός υπολογιστή

Υπώνυμα

Βιολογία: Είδη ως προς τον ξενιστή

Συγγενικά

Σύνθετα

διαφορετικά τα

  • ἴον (βιολέτα, βοτανική)
  • ἰόν, ιόν (χημεία)

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.