ιικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιικός η ιική το ιικό
      γενική του ιικού της ιικής του ιικού
    αιτιατική τον ιικό την ιική το ιικό
     κλητική ιικέ ιική ιικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιικοί οι ιικές τα ιικά
      γενική των ιικών των ιικών των ιικών
    αιτιατική τους ιικούς τις ιικές τα ιικά
     κλητική ιικοί ιικές ιικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιικός < ιός + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική viral) [1]

Επίθετο

ιικός, -ή, -ό

  • (βιολογία, ιατρική) που έχει σχέση με ιό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    Η νόσος μεταδίδεται πιο εύκολα, όταν είναι υψηλό ή μεγάλο το ιικό φορτίο

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ιός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.