πληροφορική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πληροφορική
      γενική της πληροφορικής
    αιτιατική την πληροφορική
     κλητική πληροφορική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πληροφορική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πληροφορικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική informatics (λέξη που άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1950)

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.ɾo.fo.ɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πληροφορική

Ουσιαστικό

πληροφορική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (επιστήμη) επιστήμη που ερευνά την κωδικοποίηση, διαχείριση και μετάδοση συμβολικών αναπαραστάσεων πληροφοριών
  2. (μεταφορικά) γενική ονομασία για όσους κλάδους, με κάποιον τρόπο, σχετίζονται με την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών
     συνώνυμα: επιστήμη υπολογιστών
  3. (εκπαίδευση) το σχολικό μάθημα που διδάσκει τη χρήση των υπολογιστών

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.