ιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιώδης | η | ιώδης | το | ιώδες |
| γενική | του | ιώδους | της | ιώδους | του | ιώδους |
| αιτιατική | τον | ιώδη | την | ιώδη | το | ιώδες |
| κλητική | ιώδη(ς) | ιώδης | ιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιώδεις | οι | ιώδεις | τα | ιώδη |
| γενική | των | ιωδών | των | ιωδών | των | ιωδών |
| αιτιατική | τους | ιώδεις | τις | ιώδεις | τα | ιώδη |
| κλητική | ιώδεις | ιώδεις | ιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ώ‐δης
Επίθετο
ιώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
- ιώδες (χρώμα)
Σύνθετα
Αναφορές
- ἰώδης - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.