ιογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιογενής | η | ιογενής | το | ιογενές |
| γενική | του | ιογενούς* | της | ιογενούς | του | ιογενούς |
| αιτιατική | τον | ιογενή | την | ιογενή | το | ιογενές |
| κλητική | ιογενή(ς) | ιογενής | ιογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιογενείς | οι | ιογενείς | τα | ιογενή |
| γενική | των | ιογενών | των | ιογενών | των | ιογενών |
| αιτιατική | τους | ιογενείς | τις | ιογενείς | τα | ιογενή |
| κλητική | ιογενείς | ιογενείς | ιογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιογενής, -ής, -ές
- χρόνια ιογενής ηπατίτιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.