ρετροϊός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρετροϊός οι ρετροϊοί
      γενική του ρετροϊού των ρετροϊών
    αιτιατική τον ρετροϊό τους ρετροϊούς
     κλητική ρετροϊέ ρετροϊοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρετροϊός < λατινική retro + ιός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική retrovirus[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rétrovirus[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /re.tro.iˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρετροιός

Ουσιαστικό

ρετροϊός αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. ρετροϊός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.