ιόν

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιόν τα ιόντα
      γενική του ιόντος των ιόντων
    αιτιατική το ιόν τα ιόντα
     κλητική ιόν ιόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιόν < αρχαία ελληνική ἰόν ουδέτερο της μετοχής ἰών του ρήματος εἶμι

Ουσιαστικό

ιόν ουδέτερο, γεν. ιόντος, πληθ.: ιόντα, γεν.πλ.: ιόντων

  • (χημεία) ηλεκτρικά φορτισμένο άτομο ή μόριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.