υιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υιός | οι | υιοί |
| γενική | του | υιού | των | υιών |
| αιτιατική | τον | υιό | τους | υιούς |
| κλητική | υιέ | υιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική υἱός
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υι‐ός
- ομόηχα: ιός, ηώς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.