θεωρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεωρός οι θεωροί
      γενική του θεωρού των θεωρών
    αιτιατική τον θεωρό τους θεωρούς
     κλητική θεωρέ θεωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεωρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρός

Ουσιαστικό

θεωρός αρσενικό

  1. (λόγιο) θεατής, παρατηρητής
  2. (ιστορία) (αρχαία Ελλάδα) μέλος μιας θεωρίας (επίσημης αντιπροσωπείας)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
θεωρ- 

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θεωρός < *θεα+ϝορός (θέα + -ωρός < ὁράω) (σημασία: παρατηρητής). Κατ' άλλη άποψη, πρώτο συνθετικό: θεός (οπότε, σημασία: εκτελεστής θεϊκού θελήματος, όπως στους θεωρούς πρέσβεις)[1]

Ουσιαστικό

θεωρός

  1. επίσημος απεσταλμένος, πρέσβης σε μαντείο, πανελλήνια εορτή, βασιλιά
  2. θεατής (αυτός που παρατηρεί κάτι και δεν έχει ενεργό συμμετοχή σε αυτό)
  3. αυτός που ταξιδεύει με σκοπό να γνωρίσει άλλους τόπους και ανθρώπους
  4. τίτλος αξιωματούχου σε διάφορες ελληνικές πόλεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
θεωρ- 
  • ἀθεώρηθεν
  • ἀθεωρησία
  • ἀθεωρητί
  • ἀθεώρητος
  • ἀρκεθέωρος
  • ἀρχεθέωρος
  • δυσθεώρητος
  • εὐθεώρητος
  • εὐσυνθεώρητος
  • λογοθεώρητος
  • θεωρεῖον
  • θεωρέω, σύνθετα & συγγενικά
  • θεώρημα & σύνθετα
  • θεωρηματικός
  • θωρημάτιον
  • θεώρησις & σύνθετα
  • θεωρητέον
  • θεωρητήριον
  • θεωρητής
  • θεωρητικός
  • θεωρητός
  • θεώρητρα
  • θεωρία
  • θεωρικός
  • θεώριος
  • θεωρίς
  • θεωροδοκέω & συγγενικά
  • θεωροσύνη
  • συνθεώρητος
  • συνθέωρος
  • φιλοθεωρητής
  • φιλοθέωρος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.