επιθεωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιθεωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιθεωρῶ, συνηρημένος τύπος του ἐπιθεωρέω < ἐπί + θεωρέω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspecter) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.θe.oˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐ω‐ρώ
Ρήμα
επιθεωρώ, αόρ.: επιθεώρησα, παθ.φωνή: επιθεωρούμαι, π.αόρ.: επιθεωρήθηκα, μτχ.π.π.: επιθεωρημένος
- διενεργώ (επίσημο) έλεγχο, προκειμένου να ελεγχθεί η εύρυθμη και σωστή λειτουργία κάποιου πράγματος ή δομής
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιθεωρώ | επιθεωρούσα | θα επιθεωρώ | να επιθεωρώ | επιθεωρώντας | |
| β' ενικ. | επιθεωρείς | επιθεωρούσες | θα επιθεωρείς | να επιθεωρείς | ||
| γ' ενικ. | επιθεωρεί | επιθεωρούσε | θα επιθεωρεί | να επιθεωρεί | ||
| α' πληθ. | επιθεωρούμε | επιθεωρούσαμε | θα επιθεωρούμε | να επιθεωρούμε | ||
| β' πληθ. | επιθεωρείτε | επιθεωρούσατε | θα επιθεωρείτε | να επιθεωρείτε | επιθεωρείτε | |
| γ' πληθ. | επιθεωρούν(ε) | επιθεωρούσαν(ε) | θα επιθεωρούν(ε) | να επιθεωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιθεώρησα | θα επιθεωρήσω | να επιθεωρήσω | επιθεωρήσει | ||
| β' ενικ. | επιθεώρησες | θα επιθεωρήσεις | να επιθεωρήσεις | επιθεώρησε | ||
| γ' ενικ. | επιθεώρησε | θα επιθεωρήσει | να επιθεωρήσει | |||
| α' πληθ. | επιθεωρήσαμε | θα επιθεωρήσουμε | να επιθεωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | επιθεωρήσατε | θα επιθεωρήσετε | να επιθεωρήσετε | επιθεωρήστε | ||
| γ' πληθ. | επιθεώρησαν επιθεωρήσαν(ε) |
θα επιθεωρήσουν(ε) | να επιθεωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιθεωρήσει | είχα επιθεωρήσει | θα έχω επιθεωρήσει | να έχω επιθεωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιθεωρήσει | είχες επιθεωρήσει | θα έχεις επιθεωρήσει | να έχεις επιθεωρήσει | έχε επιθεωρημένο | |
| γ' ενικ. | έχει επιθεωρήσει | είχε επιθεωρήσει | θα έχει επιθεωρήσει | να έχει επιθεωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιθεωρήσει | είχαμε επιθεωρήσει | θα έχουμε επιθεωρήσει | να έχουμε επιθεωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιθεωρήσει | είχατε επιθεωρήσει | θα έχετε επιθεωρήσει | να έχετε επιθεωρήσει | έχετε επιθεωρημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν επιθεωρήσει | είχαν επιθεωρήσει | θα έχουν επιθεωρήσει | να έχουν επιθεωρήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επιθεωρημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επιθεωρημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επιθεωρημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επιθεωρημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιθεωρούμαι | επιθεωρούμουν | θα επιθεωρούμαι | να επιθεωρούμαι | ||
| β' ενικ. | επιθεωρείσαι | επιθεωρούσουν | θα επιθεωρείσαι | να επιθεωρείσαι | ||
| γ' ενικ. | επιθεωρείται | επιθεωρούνταν | θα επιθεωρείται | να επιθεωρείται | ||
| α' πληθ. | επιθεωρούμαστε | επιθεωρούμασταν επιθεωρούμαστε |
θα επιθεωρούμαστε | να επιθεωρούμαστε | ||
| β' πληθ. | επιθεωρείστε | επιθεωρούσασταν επιθεωρούσαστε |
θα επιθεωρείστε | να επιθεωρείστε | επιθεωρείστε | |
| γ' πληθ. | επιθεωρούνται | επιθεωρούνταν | θα επιθεωρούνται | να επιθεωρούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιθεωρήθηκα | θα επιθεωρηθώ | να επιθεωρηθώ | επιθεωρηθεί | ||
| β' ενικ. | επιθεωρήθηκες | θα επιθεωρηθείς | να επιθεωρηθείς | επιθεωρήσου | ||
| γ' ενικ. | επιθεωρήθηκε | θα επιθεωρηθεί | να επιθεωρηθεί | |||
| α' πληθ. | επιθεωρηθήκαμε | θα επιθεωρηθούμε | να επιθεωρηθούμε | |||
| β' πληθ. | επιθεωρηθήκατε | θα επιθεωρηθείτε | να επιθεωρηθείτε | επιθεωρηθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιθεωρήθηκαν επιθεωρηθήκαν(ε) |
θα επιθεωρηθούν(ε) | να επιθεωρηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιθεωρηθεί | είχα επιθεωρηθεί | θα έχω επιθεωρηθεί | να έχω επιθεωρηθεί | επιθεωρημένος | |
| β' ενικ. | έχεις επιθεωρηθεί | είχες επιθεωρηθεί | θα έχεις επιθεωρηθεί | να έχεις επιθεωρηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιθεωρηθεί | είχε επιθεωρηθεί | θα έχει επιθεωρηθεί | να έχει επιθεωρηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιθεωρηθεί | είχαμε επιθεωρηθεί | θα έχουμε επιθεωρηθεί | να έχουμε επιθεωρηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιθεωρηθεί | είχατε επιθεωρηθεί | θα έχετε επιθεωρηθεί | να έχετε επιθεωρηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιθεωρηθεί | είχαν επιθεωρηθεί | θα έχουν επιθεωρηθεί | να έχουν επιθεωρηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιθεωρημένος - είμαστε, είστε, είναι επιθεωρημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιθεωρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιθεωρημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιθεωρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιθεωρημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιθεωρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιθεωρημένοι | |||||
Αναφορές
- επιθεωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.