αναθεωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναθεωρώ < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ < αρχαία ελληνική ἀνά + θεωρέω-θεωρῶ

Ρήμα

αναθεωρώ (μεσοπαθητικό αναθεωρούμαι μόνον στο τρίτο πρόσωπο για άψυχα)

  1. εξετάζω ένα θέμα και αλλάζω άποψη επ' αυτού, τροποποιώ αποφάσεις, γνώμες, διατάξεις
  2. επανεξετάζω ένα θέμα χωρίς απαραιτήτως να αλλάξω άποψη επ' αυτού (σπάνια χρήση με αυτή την έννοια)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.