θεωρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεωρούμενος | η | θεωρούμενη | το | θεωρούμενο |
| γενική | του | θεωρούμενου | της | θεωρούμενης | του | θεωρούμενου |
| αιτιατική | τον | θεωρούμενο | τη | θεωρούμενη | το | θεωρούμενο |
| κλητική | θεωρούμενε | θεωρούμενη | θεωρούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεωρούμενοι | οι | θεωρούμενες | τα | θεωρούμενα |
| γενική | των | θεωρούμενων | των | θεωρούμενων | των | θεωρούμενων |
| αιτιατική | τους | θεωρούμενους | τις | θεωρούμενες | τα | θεωρούμενα |
| κλητική | θεωρούμενοι | θεωρούμενες | θεωρούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.