επιθεωρησιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επιθεωρησιογράφος οι επιθεωρησιογράφοι
      γενική του/της επιθεωρησιογράφου των επιθεωρησιογράφων
    αιτιατική τον/την επιθεωρησιογράφο τους/τις επιθεωρησιογράφους
     κλητική επιθεωρησιογράφε επιθεωρησιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιθεωρησιογράφος < ἐπιθεώρησι(ς) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

επιθεωρησιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  • (θέατρο, επάγγελμα) ο θεατρικός συγγραφέας που γράφει επιθεωρήσεις
      Όχι, η επιθεώρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί κωμωδία. Είναι μια χοντρή σάτιρα, ειδικά σήμερα οι πινελιές της είναι όλο και πιο χοντρές και, κατ' εμέ, κατακριτέες. Αν γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, ίσως τότε βρούμε περισσότερα κοινά. Ο Αριστοφάνης κάνει πολιτικό θέατρο, κάνει ποίηση, είναι γήινος, φτιάχνει χαρακτήρες -εν αντιθέσει με την επιθεώρηση που κάνει τύπους, οπότε δεν μπορείς να τον πεις επιθεωρησιογράφο. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.