θεωρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεωρητής οι θεωρητές
      γενική του θεωρητή των θεωρητών
    αιτιατική τον θεωρητή τους θεωρητές
     κλητική θεωρητή θεωρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεωρητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεωρητής (που επιβλέπει) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réviseur [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.ɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεωρητής

Ουσιαστικό

θεωρητής αρσενικό (θηλυκό θεωρήτρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεωρητής οἱ θεωρηταί
      γενική τοῦ θεωρητοῦ τῶν θεωρητῶν
      δοτική τῷ θεωρητ τοῖς θεωρηταῖς
    αιτιατική τὸν θεωρητήν τοὺς θεωρητᾱ́ς
     κλητική ! θεωρητᾰ́ θεωρηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεωρητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  θεωρηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.