θεωρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θεωρέω < θεωρός

Ρήμα

θεωρέω (συνηρημένο θεωρῶ)

  1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω
  2. παρατηρώ, εξετάζω
  3. (για ηγεμόνες) επιθεωρώ
  4. (μεταφορικά) σκέπτομαι, στοχάζομαι
  5. είμαι θεατής
  6. είμαι θεωρός
  7. πηγαίνω να ρωτήσω μαντείο

Σύνθετα

  • ἀναθεωρέω
  • ἀποθεωρέω
  • διαθεωρέω
  • ἐνθεωρέω
  • ἐπιθεωρέω
  • θεωρητός
  • καταθεωρέω
  • παραθεωρέω
  • περιθεωρέω
  • προαποθεωρέω
  • προεπιθεωρέω
  • προθεωρέω
  • προσθεωρέω
  • συνεπιθεωρέω
  • συνθεωρέω
  • ὑποθεωρέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.