θεωρητικολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεωρητικολογία οι θεωρητικολογίες
      γενική της θεωρητικολογίας των θεωρητικολογιών
    αιτιατική τη θεωρητικολογία τις θεωρητικολογίες
     κλητική θεωρητικολογία θεωρητικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεωρητικολογία < θεωρητικολογώ

Ουσιαστικό

θεωρητικολογία θηλυκό

  1. αναπόδεικτες ή μη αποδείξιμες γνώμες
    Η θρησκεία, η θεωρία των υπερχορδών και η υπερσυμμετρία αποτελούν μη πειραματικά αποδείξιμες θεωρητικολογίες, αντίθετα ή κβαντομηχανική σε όλα τα πειράματα χρόνια τώρα αποδεικνύεται χειροπιαστά αληθής.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.