απεσταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απεσταλμένος | η | απεσταλμένη | το | απεσταλμένο |
| γενική | του | απεσταλμένου | της | απεσταλμένης | του | απεσταλμένου |
| αιτιατική | τον | απεσταλμένο | την | απεσταλμένη | το | απεσταλμένο |
| κλητική | απεσταλμένε | απεσταλμένη | απεσταλμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απεσταλμένοι | οι | απεσταλμένες | τα | απεσταλμένα |
| γενική | των | απεσταλμένων | των | απεσταλμένων | των | απεσταλμένων |
| αιτιατική | τους | απεσταλμένους | τις | απεσταλμένες | τα | απεσταλμένα |
| κλητική | απεσταλμένοι | απεσταλμένες | απεσταλμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απεσταλμένος < αποστέλλομαι < αποστέλλω
Μετοχή
απεσταλμένος, η, ο
- μεσολαβητής ή διαπραγματευτής ή εκπρόσωπος για ορισμένα ζητήματα
- (επάγγελμα) στη δημοσιογραφική ορολογία, ο ανταποκριτής και στους πολιτικούς φορείς, μόνιμος αντιπρόσωπος)
- ↪ Είμαι απεσταλμένη της εφημερίδας Financial Times στην Αθήνα"
- ↪ Καλύπτω τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες ως απεσταλμένος του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.