θεώρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θεώρημα | τα | θεωρήματα |
| γενική | του | θεωρήματος | των | θεωρημάτων |
| αιτιατική | το | θεώρημα | τα | θεωρήματα |
| κλητική | θεώρημα | θεωρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεώρημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεώρημα < θεωρέω, -ῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈo.ɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ώ‐ρη‐μα
Ουσιαστικό
θεώρημα ουδέτερο
Υπερώνυμα
- αξίωμα, ορισμός (λογική)
-
θεώρημα στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- θεώρημα < θεωρέω, -ῶ, θεωρη- + -μα
Ουσιαστικό
θεώρημα ουδέτερο
Πηγές
- θεώρημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεώρημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.