θεία

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.a/
παρώνυμο: θεια

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεία οι θείες
      γενική της θείας των θειών
    αιτιατική τη θεία τις θείες
     κλητική θεία θείες
Δείτε και το λαϊκότροπο θεια με δύο πληθυντικούς.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θειά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεία < θηλυκό του αρχαίου θεῖος

Ουσιαστικό

θεία θηλυκό και θεια (αρσενικό θείος)

  1. (οικογένεια) η αδερφή του πατέρα
  2. (οικογένεια) η αδερφή της μητέρας
  3. (οικογένεια) η γυναίκα του θείου
  4. (προσφώνηση) χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας μεγαλύτερης ηλικίας από αυτόν που την αποκαλεί έτσι.
  5. συγγενικό πρόσωπο, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, με τον οποίο υπάρχουν δεσμοί αίματος και συγγένειας.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα θεία
      γενική των θείων
    αιτιατική τα θεία
     κλητική θεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θεία < πληθυντικός για «το θεῖον», ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θείος

Ουσιαστικό

θεία ουδέτερο στον πληθυντικό

  • γενικός όρος για ό,τι αφορά τη θρησκεία
    μην προσβάλλεις τα θεία


Ετυμολογία 3

θεία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θεία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.