θείο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: S
  • Ατομικός αριθμός : 16
  • Προηγούμενο = P
  • Επόμενο = Cl

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το θείο
      γενική του θείου
    αιτιατική το θείο
     κλητική θείο
Και θείον.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεῖον

Ουσιαστικό

θείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θείο

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θείο αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.