μπάρμπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάρμπας οι μπαρμπάδες
      γενική του μπάρμπα των μπαρμπάδων
    αιτιατική τον μπάρμπα τους μπαρμπάδες
     κλητική μπάρμπα μπαρμπάδες
Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάρμπας < (άμεσο δάνειο) βενετική barba

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbaɾ.bas/

Ουσιαστικό

μπάρμπας αρσενικό

  1. θείος
  2. άντρας σχετικά προχωρημένης ηλικίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.