μπάρμπας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπάρμπας | οι | μπαρμπάδες |
| γενική | του | μπάρμπα | των | μπαρμπάδων |
| αιτιατική | τον | μπάρμπα | τους | μπαρμπάδες |
| κλητική | μπάρμπα | μπαρμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπάρμπας < (άμεσο δάνειο) βενετική barba
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbaɾ.bas/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.