θεῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θεῖος | ἡ | θείᾱ | τὸ | θεῖον |
| γενική | τοῦ | θείου | τῆς | θείᾱς | τοῦ | θείου |
| δοτική | τῷ | θείῳ | τῇ | θείᾳ | τῷ | θείῳ |
| αιτιατική | τὸν | θεῖον | τὴν | θείᾱν | τὸ | θεῖον |
| κλητική ὦ! | θεῖε | θείᾱ | θεῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | θεῖοι | αἱ | θεῖαι | τὰ | θεῖᾰ |
| γενική | τῶν | θείων | τῶν | θείων | τῶν | θείων |
| δοτική | τοῖς | θείοις | ταῖς | θείαις | τοῖς | θείοις |
| αιτιατική | τοὺς | θείους | τὰς | θείᾱς | τὰ | θεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | θεῖοι | θεῖαι | θεῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θείω | τὼ | θείᾱ | τὼ | θείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | θείοιν | τοῖν | θείαιν | τοῖν | θείοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
- θεϊκός
- αφιερωμένος στον Θεό
- ιερός, άγιος
- θεσπέσιος, εξαιρετικός
- υπερφυσικός
- επικός τύπος : θέειος
- αιολικός τύπος : θήϊος
- θεήϊος
- θεϊκός
- θεϊνός
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θεῖος | οἱ | θεῖοι |
| γενική | τοῦ | θείου | τῶν | θείων |
| δοτική | τῷ | θείῳ | τοῖς | θείοις |
| αιτιατική | τὸν | θεῖον | τοὺς | θείους |
| κλητική ὦ! | θεῖε | θεῖοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θεῖος αρσενικό
Συνώνυμα
- πατροκασίγνητος ή μητροκασίγνητος
- πάτρως (ο θείος από την πλευρά του πατέρα), μάτρως (ο θείος από την πλευρά της μητέρας)
- τηθίς (θείος είτε από τον πατέρα είτε από τη μητέρα)
Αναφορές
- «θείος2» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- θεῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.