θάλπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θάλπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθal.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θάλ‐πω
Ρήμα
θάλπω, αόρ.: έθαλψα, παθ.φωνή: θάλπομαι (ελλειπτικό ρήμα) & δείτε τα σύνθετά του
- (αρχαιοπρεπές) εκπέμπω ή μεταδίδω ήπια και ευχάριστη ζέστη
Συνώνυμα
- ζεσταίνω
- θερμαίνω
- φροντίζω
- προστατεύω από το κρύο
Συγγενικά
- αναθάλπω, αναθάλπομαι
- απερίθαλπτος
- ενθαλπία
- θαλπερός
- θαλπερότητα
- θάλπος
- θαλπτήριος
- θαλπωρή
- περιθάλπω, περιθάλπομαι
- περίθαλψη
- υποθάλπω, υποθάλπομαι
- Λέξεις με θαλπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
θάλπω
|
|
Πηγές
- θάλπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θάλπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θάλπω < ρίζα *θαλ- αν θεωρηθεί επίθημα το -πω. Πιθανόν συνδέεται με... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Δε συνδέεται με το θάλλω παρότι σήμαινε μεταξύ άλλων και ακμάζω, ανθώ όπως εκείνο, ίσως γιατί αυτή την έννοια την πήρε στα ελληνιστικά χρόνια) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ρήμα
θάλπω (Χρειάζεται στοιχεία παραθεμάτων)
- ζεσταίνω
- ↪ καῦμ᾽ ἔθαλπε ἡμᾶς
- μαλακώνω κάτι χρησιμοποιώντας σχετικά υψηλή θερμοκρασία
- ↪ ἐτήκετο κασσίτερος θαλφθείς
- ανάβω (μεταφορικά)
- ↪ θάλπει κέαρ ἔρωτι (με έρωτα ανάβει την καρδιά, έβαλε φωτιά στην καρδιά του ανάβοντας ερωτικό πάθος)
- στεγνώνω
- φροντίζω, περιθάλπω, περιποιούμαι, παρηγορώ
- ↪ ὕπνος θάλπει κέαρ, ἄλλον θάλπε φίλον
- κεντρίζω, κινώ το ενδιαφέρον (ελληνιστικό)
- ↪ ἐμὲ οὐδὲν θάλπει ἡ δόξα (δεν με ενδιαφέρει καθόλου να δοξαστώ)
- ↪ ἐμὲ οὐδὲν θάλπει κέρδος
- μαλακώνω εγώ, με ξεγελούν, εξαπατώμαι
- είμαι ακμαίος, ανθηρός (ελληνιστικό)
Εκφράσεις
- θάλπει τον δίφρον
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- → και δείτε τη λέξη θαλυκρός
- Λέξεις θαλπ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- θάλπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θάλπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.