υποθάλπω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υποθάλπω
- κρύβω και προστατεύω κάποιον ή κάτι, το οποίο είναι ή θεωρείται κακό, συνήθως παρά τις επιταγές των νόμων
- κατηγορείται ότι υπέθαλψε δραπέτη
- τροφοδοτώ ή ενισχύω κρυφά, συμβάλλοντας έμμεσα στη διατήρηση ή την έξαψη (πάθους, συναισθήματος κ.λ.π.)
- με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.