θάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλλω[1] (θάλ-jω/θάλ-νω) (ανθώ, βλασταίνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θάλ‐λω
Ρήμα
θάλλω
- ανθίζω, ανθοφορώ, βγάζω λουλούδια
- ※ Αυτό δεν θάλλει στους αγρούς / στους κήπους δεν υπάρχει / και τα αβρά του πέταλα / ο ήλιος δεν θάλπει. (Μαρία Πολυδούρη, Στη φίλη μου)
- (μεταφορικά) ακμάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Σύνθετα
Αναφορές
- θάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.