θάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλλω[1] (θάλ-jω/θάλ-νω) (ανθώ, βλασταίνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θάλλω

Ρήμα

θάλλω

  1. ανθίζω, ανθοφορώ, βγάζω λουλούδια
      Αυτό δεν θάλλει στους αγρούς / στους κήπους δεν υπάρχει / και τα αβρά του πέταλα / ο ήλιος δεν θάλπει. (Μαρία Πολυδούρη, Στη φίλη μου)
  2. (μεταφορικά) ακμάζω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Σύνθετα

  1. αειθαλής
  2. αμφιθαλής
  3. ετεροθαλής

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.