ενθαλπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενθαλπία οι ενθαλπίες
      γενική της ενθαλπίας των ενθαλπιών
    αιτιατική την ενθαλπία τις ενθαλπίες
     κλητική ενθαλπία ενθαλπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενθαλπία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική enthalpy, νεολογισμός του 20ου αιώνα (< ἐνθάλπω < ἐν + θάλπω) κατά τα entropy, energy. Στα αρχαία ελληνικά δεν υπάρχει ουσιαστικό *-θαλπία, αλλά ἡ θάλψις, τὸ θάλπος

Ουσιαστικό

ενθαλπία θηλυκό

  • (φυσική) θερμοδυναμικό μέγεθος που αντιπροσωπεύει το ολικό ποσό θερμότητας που περιέχει ένα θερμοδυναμικό σύστημα
    • ορίζεται από την εξίσωση όπου το Ε συμβολίζει την ενέργεια του συστήματος, το p την πίεση και το V τον όγκο
    η αύξηση της ενθαλπίας ενός συστήματος κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης υπό σταθερή πίεση εκφράζει την ποσότητα της θερμότητας που απορροφήθηκε από το περιβάλλον

Συνώνυμα

παλαιότεροι όροι:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.