ενθαλπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενθαλπία | οι | ενθαλπίες |
| γενική | της | ενθαλπίας | των | ενθαλπιών |
| αιτιατική | την | ενθαλπία | τις | ενθαλπίες |
| κλητική | ενθαλπία | ενθαλπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ενθαλπία θηλυκό
- (φυσική) θερμοδυναμικό μέγεθος που αντιπροσωπεύει το ολικό ποσό θερμότητας που περιέχει ένα θερμοδυναμικό σύστημα
- ορίζεται από την εξίσωση όπου το Ε συμβολίζει την ενέργεια του συστήματος, το p την πίεση και το V τον όγκο
- η αύξηση της ενθαλπίας ενός συστήματος κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης υπό σταθερή πίεση εκφράζει την ποσότητα της θερμότητας που απορροφήθηκε από το περιβάλλον
-
ενθαλπία στη Βικιπαίδεια

-
enthalpy στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.