ανθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθῶ (ἀνθέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θώ
Ρήμα
ανθώ, πρτ.: ανθούσα, αόρ.: άνθησα (χωρίς παθητική φωνή) Συγκρίνετε με το ανθίζω.
- (μεταφορικά) ανθίζω, ακμάζω
- ↪ Στο κέντρο της πόλης ανθεί η παραοικονομία.
- (λόγιο, λογοτεχνικό) ανθίζω (για φυτά)
- ※ Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;- Γιάννης Ρίτσος, «Κουβέντα με ένα λουλούδι», συλλογή ποιημάτων 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας.
- ※ Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
Κλίση
Συγκρίνετε τους αόριστους άνθησα του ανθώ & άνθισα του ανθίζω
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανθώ | ανθούσα | θα ανθώ | να ανθώ | ανθώντας | |
| β' ενικ. | ανθείς | ανθούσες | θα ανθείς | να ανθείς | ||
| γ' ενικ. | ανθεί | ανθούσε | θα ανθεί | να ανθεί | ||
| α' πληθ. | ανθούμε | ανθούσαμε | θα ανθούμε | να ανθούμε | ||
| β' πληθ. | ανθείτε | ανθούσατε | θα ανθείτε | να ανθείτε | ανθείτε | |
| γ' πληθ. | ανθούν(ε) | ανθούσαν(ε) | θα ανθούν(ε) | να ανθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άνθησα | θα ανθήσω | να ανθήσω | ανθήσει | ||
| β' ενικ. | άνθησες | θα ανθήσεις | να ανθήσεις | άνθησε | ||
| γ' ενικ. | άνθησε | θα ανθήσει | να ανθήσει | |||
| α' πληθ. | ανθήσαμε | θα ανθήσουμε | να ανθήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανθήσατε | θα ανθήσετε | να ανθήσετε | ανθήστε | ||
| γ' πληθ. | άνθησαν ανθήσαν(ε) |
θα ανθήσουν(ε) | να ανθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανθήσει | είχα ανθήσει | θα έχω ανθήσει | να έχω ανθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανθήσει | είχες ανθήσει | θα έχεις ανθήσει | να έχεις ανθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανθήσει | είχε ανθήσει | θα έχει ανθήσει | να έχει ανθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανθήσει | είχαμε ανθήσει | θα έχουμε ανθήσει | να έχουμε ανθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανθήσει | είχατε ανθήσει | θα έχετε ανθήσει | να έχετε ανθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανθήσει | είχαν ανθήσει | θα έχουν ανθήσει | να έχουν ανθήσει |
| |
Πηγές
- ανθίζω, ανθώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανθώ s.v. ανθίζει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανθώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.