ανθώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθῶ (ἀνθέω)

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθώ

Ρήμα

ανθώ, πρτ.: ανθούσα, αόρ.: άνθησα (χωρίς παθητική φωνή) Συγκρίνετε με το ανθίζω.

  1. (μεταφορικά) ανθίζω, ακμάζω
    Στο κέντρο της πόλης ανθεί η παραοικονομία.
  2. (λόγιο, λογοτεχνικό) ανθίζω (για φυτά)
      Κυκλάμινο, κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα,
    πού βρήκες χρώματα κι ανθείς, πού μίσχο και σαλεύεις;
    Γιάννης Ρίτσος, «Κουβέντα με ένα λουλούδι», συλλογή ποιημάτων 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άνθος

Κλίση

Συγκρίνετε τους αόριστους άνθησα του ανθώ & άνθισα του ανθίζω

Μεταφράσεις


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.