θαλπερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλπερός η θαλπερή
& θαλπερά
το θαλπερό
      γενική του θαλπερού της θαλπερής
& θαλπεράς
του θαλπερού
    αιτιατική τον θαλπερό τη θαλπερή
& θαλπερά
το θαλπερό
     κλητική θαλπερέ θαλπερή
& θαλπερά
θαλπερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλπεροί οι θαλπερές τα θαλπερά
      γενική των θαλπερών των θαλπερών των θαλπερών
    αιτιατική τους θαλπερούς τις θαλπερές τα θαλπερά
     κλητική θαλπεροί θαλπερές θαλπερά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαλπερός < θάλπω + -ερός[1]

Επίθετο

θαλπερός, -ή/-ά, -ό

  1. ευχάριστα ζεστός
  2. (μεταφορικά) φιλόξενος, παρήγορος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.