περιθάλπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιθάλπω < περί + αρχαία ελληνική θάλπω
Σημειώσεις
Σωστός, επίσης, είναι μόνο ο τύπος περιθάλπω και όχι περιθάλπτω. Πιθανώς, σχετίζεται -λανθασμένα- με ρήματα σε -άπτω όπως το προσάπτω, συνάπτω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈθal.po/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.