θαλπωρή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλπωρή | ||
| γενική | της | θαλπωρής | ||
| αιτιατική | τη | θαλπωρή | ||
| κλητική | θαλπωρή | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλπωρή < αρχαία ελληνική θαλπωρή < θάλπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /θal.poˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θαλ‐πω‐ρή
Ουσιαστικό
θαλπωρή θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ευχάριστη ζέστη
- η θαλπωρή από το τζάκι
- (μεταφορικά) η ατμόσφαιρα ζεστασιάς και εγκαρδιότητας, τρυφερότητας
- έχω ανάγκη από θαλπωρή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.