παρηγορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρηγορώ < αρχαία ελληνική παρήγορος

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾi.ɣoˈɾo/

Ρήμα

παρηγορώ

  • μειώνω τη θλίψη ή τον ψυχικό πόνο κάποιου προσώπου, κάνοντας ή λέγοντας ό,τι θα μπορούσε να του δώσει κουράγιο, θάρρος ή κάποια αίσθηση ασφάλειας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.