μεταφορικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταφορικά < μεταφορικός +

Επίρρημα

μεταφορικά

Αντώνυμα

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεταφορικά
      γενική των μεταφορικών
    αιτιατική τα μεταφορικά
     κλητική μεταφορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μεταφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μεταφορικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.