πληρεξούσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληρεξούσιος | η | πληρεξούσια | το | πληρεξούσιο |
| γενική | του | πληρεξούσιου | της | πληρεξούσιας | του | πληρεξούσιου |
| αιτιατική | τον | πληρεξούσιο | την | πληρεξούσια | το | πληρεξούσιο |
| κλητική | πληρεξούσιε | πληρεξούσια | πληρεξούσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληρεξούσιοι | οι | πληρεξούσιες | τα | πληρεξούσια |
| γενική | των | πληρεξούσιων | των | πληρεξούσιων | των | πληρεξούσιων |
| αιτιατική | τους | πληρεξούσιους | τις | πληρεξούσιες | τα | πληρεξούσια |
| κλητική | πληρεξούσιοι | πληρεξούσιες | πληρεξούσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πληρεξούσιος < πλήρης + εξουσία + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική plenipotenziario)
Επίθετο
πληρεξούσιος, -α, -ο
- (νομικός όρος) που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό κάποιου άλλου (σε δικαιοπραξία)
- (ιστορία) λαϊκός αντιπρόσωπος σε συνέλευση
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιος: κάποιος που του έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα ενέργειας για λογαριασμό άλλου
- (ουσιαστικοποιημένο) πληρεξούσιο
Συγγενικά
- πληρεξούσιο
- πληρεξουσιότητα
- → δείτε τις λέξεις πλήρης και εξουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.