δυνατότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυνατότητα οι δυνατότητες
      γενική της δυνατότητας των δυνατοτήτων
    αιτιατική τη δυνατότητα τις δυνατότητες
     κλητική δυνατότητα δυνατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυνατότητα < (μαρτυρείται από το 1876) (δυνατότης)

Ουσιαστικό

δυνατότητα θηλυκό

  1. η κατάσταση κατά την οποία ένα πράγμα είναι δυνατόν ή πιθανόν να συμβεί
  2. οι δυνάμεις, τα μέσα και οι ικανότητες που διαθέτει κάποιος ή προσφέρονται σε κάποιον
    οικονομική δυνατότητα

Εκφράσεις

  • υπάρχει η δυνατότητα: είναι δυνατόν, είναι μπορετό
  • έχω τη δυνατότητα να ...: μπορώ να ...

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.